- ἐσθλότης
- ἐσθλότης, ητος, ἡ,A goodness, Chrysipp.Stoic.3.60 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εσθλότης — ἐσθλότης, ἡ (Α) [εσθλός] αγαθότητα, χρηστότητα … Dictionary of Greek
ἐσθλότητα — ἐσθλότης goodness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσθλότητας — ἐσθλότης goodness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)